βακτηριολογικός

βακτηριολογικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τη βακτηριολογία
2. φρ. «βακτηριολογικός πόλεμος» — ο μικροβιολογικός πόλεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βακτηριολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη βακτηριολογία: Ο γιατρός είπε στον άρρωστο να κάνει βακτηριολογική εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”